παιδισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- παιδισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαιδισμός αρσενικό
- η παθολογική διατήρηση σε ενηλίκους ψυχοσωματικών χαρακτηριστικών της παιδικής ηλικίας με απουσία χαρακτηριστικών ενηλίκου
Μεταφράσεις
επεξεργασία παιδισμός