πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παιδιάρισμα τα παιδιαρίσματα
      γενική του παιδιαρίσματος των παιδιαρισμάτων
    αιτιατική το παιδιάρισμα τα παιδιαρίσματα
     κλητική παιδιάρισμα παιδιαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
*παιδιάρισμα < παιδιαρίζω, παιδιαρισ- + -μα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

*παιδιάρισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

επεξεργασία