↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παιδιάρισμα τα παιδιαρίσματα
      γενική του παιδιαρίσματος των παιδιαρισμάτων
    αιτιατική το παιδιάρισμα τα παιδιαρίσματα
     κλητική παιδιάρισμα παιδιαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
*παιδιάρισμα < παιδιαρίζω, παιδιαρισ- + -μα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /peˈðʝa.ɾi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παι‐διά‐ρι‐σμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

*παιδιάρισμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία