ενικός         πληθυντικός  
enfant enfants

  Ετυμολογία

επεξεργασία
enfant < λατινική infans (νήπιο: που δεν μιλάει)
  • πληθυντικός enfants < παλιότερα enfans με αλλαγή κατά τη μεταρρύθμιση της Γαλλικής Ακαδημίας το 1835.

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

enfant (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αγόρι ή κορίτσι πολύ μικρής ηλικίας
    S’amuser, rire comme un enfant. Des jouets d’enfants. Pleurer comme un enfant.
    λείπει η μετάφραση
  2. (οικογένεια) γιος ή κόρη, κάθε ηλικίας, σε σχέση με τον πατέρα και τη μητέρα, ή έναν μόνο από τους δυο
    Avoir des enfants. Être chargé d’enfants. Il laisse une veuve et quatre enfants en bas âge.
    λείπει η μετάφραση
    Dans son extrême vieillesse, il resta entouré de ses enfants. Cette mère est faible, elle gâte ses enfants.
    λείπει η μετάφραση
    Le plus jeune de ses enfants a aujourd’hui 50 ans.
    λείπει η μετάφραση
  3. (στον πληθυντικό enfants) τα παιδιά και τα εγγόνια, οι απόγονοι, οι γενιές
    Ce père de famille a dîné avec tous ses enfants.
    λείπει η μετάφραση
    Allons enfants de la Patrie, […]
    Εμπρός, παιδιά της Γαλλίας (Στίχος από την Marseillaise)
  4. (οικείο)
    Ma belle enfant. Venez, mon enfant. Ma chère enfant, écoutez-moi.
    λείπει η μετάφραση
    Courage, enfants, criait-il à ses soldats.
    λείπει η μετάφραση
    (θηλυκού γένους όταν αφορά κορίτσι)
    Voilà une belle enfant! Vous êtes une aimable enfant.
    λείπει η μετάφραση
  5. (οικείο, παρωχημένο) κάτι που δημιουργείται από κάτι άλλο, που γεννιέται, που προκαλείται
    Le remords est enfant du crime.
    λείπει η μετάφραση

Συνώνυμα

επεξεργασία

πολύ νεαρός άνθρωπος:

απόγονος πρώτης γενεάς:

Αντώνυμα

επεξεργασία

πολύ νεαρός άνθρωπος:

απόγονος πρώτης γενεάς:

πολύ νεαρός άνθρωπος:

απόγονος πρώτης γενεάς:

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία



πτώση ενικός πληθυντικός
cas sujet enfes enfant
cas régime enfant enfanz

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

enfant αρσενικό



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

enfant (oc)