Ετυμολογία

επεξεργασία
galopin < → δείτε τις λέξεις galoper και -in

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɡa.lɔ.pɛ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό galopin galopins
θηλυκό galopine galopines

galopin (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη enfant