bambin
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- bambin < (άμεσο δάνειο) ιταλική bambino
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bambin | bambins |
θηλυκό | bambine | bambines |
bambin (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bambin | bambins |
θηλυκό | bambine | bambines |
bambin (fr)