παιχνιδάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παιχνιδάκι | τα | παιχνιδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | παιχνιδάκι | τα | παιχνιδάκια |
κλητική | παιχνιδάκι | παιχνιδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παιχνιδάκι < παιχνίδ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαιχνιδάκι ουδέτερο
- (υποκοριστικό) μικρό παιχνίδι
- (μεταφορικά) κάτι πανεύκολο, που είναι πάρα πολύ εύκολο
Μεταφράσεις
επεξεργασία παιχνίδι
→ δείτε τη λέξη παιχνίδι |
κάτι που είναι πάρα πολύ εύκολο
→ δείτε τη λέξη πανεύκολος |