πανεύκολος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπανεύκολος, -η, -ο
Συνώνυμα
επεξεργασία- ευκολότατος (υπερθετικός βαθμός)
- → δείτε επίσης τις εκφράσεις ευκολάκι και παιχνιδάκι
Μεταφράσεις
επεξεργασία πάρα πολύ εύκολος