Ετυμολογία

επεξεργασία
piece of cake <  δείτε τις λέξεις piece, of και cake. κυριολεκτικά: «ένα κομμάτι από κέικ»

piece of cake (en)

  1. κάτι πανεύκολο, πάρα πολύ εύκολο, ευκολάκι, παιχνιδάκι (στη μεταφορική σημασία)
      Fixing the bug will be a piece of cake but getting the patch accepted is something else.
    Το να διορθώσω το bug είναι πανεύκολο, αλλά το να ... · αυτό είναι κάτι άλλο πιο δύσκολο.

Συνώνυμα

επεξεργασία