cake
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cake | cakes |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcake (en)
- (γαστρονομία) το κέικ, η τούρτα
- ⮡ a cake garnished with whipped cream - τούρτα γαρνιρισμένη με κρέμα σαντιγί
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cake | cakes |
cake (fr) αρσενικό
- το κέικ