Δείτε επίσης: τοῦρτα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τούρτα οι τούρτες
      γενική της τούρτας των (τουρτών)
    αιτιατική την τούρτα τις τούρτες
     κλητική τούρτα τούρτες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
τούρτα στολισμένη με σχέδια τριαντάφυλλων

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τούρτα < ελληνιστική κοινή τοῦρτα < λατινική torta (panis), θηλυκό του tortus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος torqueo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *terkʷ (στρέφω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τούρτα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία