τοῦρτα
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο. Παρατηρήσεις: Βάζουμε κλίση 'κούπα' αντί της 1ης κλίσης όπως στο γλῶσσα. Ας ελεγχθεί η γενική και δοτική ενικού Επίσης, δεν έχουμε βρει κείμενο με πληθυντικό. Υποθέτουμε -ες και όχι -αι ‑‑Sarri.greek ♫ | 19:53, 4 Αυγούστου 2023 (UTC) |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | τοῦρτᾰ | αἱ | τοῦρτες | ||||
γενική | τῆς | τούρτᾱς | τῶν | τουρτῶν | ||||
δοτική | τῇ | τούρτᾳ | ταῖς | τούρταις | ||||
αιτιατική | τὴν | τοῦρτᾰν | τὰς | τούρτᾱς | ||||
κλητική ὦ! | τοῦρτα | τοῦρτες | ||||||
Νέα ελληνιστική & μεσαιωνική κλίση με εξαιρέσεις στην 1η κλίση: * κατάληξη με βραχύ ᾰ αντί του αναμενόμενου μακρού ᾱ. * η γενική δεν είναι η αναμενόμενη -ης (προηγείται σύμφωνο που δεν είναι ρο) * ο πληθυντικός δεν λήγει σε -αι αλλά -ες. | ||||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'κοῦπα' όπως «κοῦπα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τοῦρτα < (άμεσο δάνειο) λατινική torta (panis), θηλυκό του tortus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος torqueo[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *terkʷ (στρέφω), κυριολεκτικά: στριφτό ψωμί
- Κατ' άλλη άποψη, αιγυπτιακό δάνειο[2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίατοῦρτα θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (γαστρονομία) είδος ψωμιού που ψήθηκε στη χόβολη
- ※ 1ος αιώνας Ἐρωτιανός, Τῶν παρ' Ἰπποκράτει λέξεων συναγωγή, 56.1-56.5 Erotiani Vocum Hippocraticarum conlectio, 1865
- ἄρτον ἐγκρυφίαν: παρ' Ἀττικοῖς οὕτως ὀνομάζεται ὁ συντιθέμενος ἔκ τε φοινίκων λιπαρῶν καὶ ἀλεύρου καὶ ὕδατος. εἰκὸς δὲ λέγειν τὸν ἐν θερμοσποδιᾷ ἐγκρυβέντα ὀπτηθῆναι, ὃν <Ῥωμαῖοι> τοῦρταν καλοῦσι.
- ※ 1ος αιώνας Ἐρωτιανός, Τῶν παρ' Ἰπποκράτει λέξεων συναγωγή, 56.1-56.5 Erotiani Vocum Hippocraticarum conlectio, 1865
Συγγενικά
επεξεργασίαΑπόγονοι
επεξεργασίατοῦρτα (ελληνιστική κοινή)
Αναφορές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ? - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.