Κατηγορία:Ελληνιστική κοινή
Γλώσσα: Αρχαία ελληνικά - Ελληνιστική κοινή » επιλέξτε είδος κατηγορίας |
- κωδικός γλώσσας: grc-koi
- στο Βικιλεξικό, από 300 πΚΕ έως και την όψιμη ελληνιστική (600 ΚΕ, Ιουστινιανός)
πρότυπα:
δείτε και
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 4 υποκατηγορίες, από 4 συνολικά.
Π
Άρθρα στην κατηγορία "Ελληνιστική κοινή"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 741 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
- ἀβάκ
- ἀβάκιον
- ἀβακίσκος
- Ἀβινάτοι
- ἀβούλευτος
- Ἀβραάμ
- ἀβροχία
- ἀγαλμάτιον
- ἀγγελιώτης
- ἀγγελόμορφος
- Ἇγις
- Ἀδάμ
- ἀδαμάστως
- ἀδελφοποίησις
- ἀδελφότης
- ἀδιακόπως
- ἀδιασπάστως
- ἀδιαψεύστως
- ἀδιορθώτως
- ἀδιστάκτως
- ἀδογματίστως
- Ἀδριανούπολις
- ἀεροπορέω
- ἀηδόνιον
- ἄθεσμος
- ἄθλησις
- αἰγίνη
- Αἰγίνιον
- αἴγινος
- ἀκροπόσθιον
- Ἀλεξάνδρεια
- ἀμεταδοσία
- Ἀμοργός
- ἀμφίγλωσσος
- ἀμφιπρόστυλος
- ἀναβίωσις
- ἀναπίνω
- ἀναπνέω τά λοίσθια
- ἀναπτερυγίζω
- Ἄνδροκλος
- ἀντίμαχος
- Ἀντινοούπολις
- ἀντιποίησις
- ἀντίσηκος
- ἀνώγεων
- ἀνωστικῶς
- ἀποικοδομέω
- ἀποκεφαλισμός
- ἀπόνιψις
- ἀποστομῶ
- ἀπόστροφος
- ἀποτείνω
- ἀπότιστος
- ἀποτρυγῶ
- ἀποτυπῶ
- Ἀπουλήιος
- ἀποχαιρετίζω
- ἀπροσωπόληπτος
- Ἄραψ
- Ἁρμαγεδών
- ἁρμολογῶ
- ἁρμοστός
- ἀροτριόω
- ἀρχαΐζω
- ἄρχων
- Ἀσκληπίειος
- Ἀστέριος
- ἀστραπηδόν
- ἀστυνομέω
- ἀσυναίσθητος
- ἀσφάλισμα
- αὐγοειδής
- αὐλάκιον
- αὐλήτρια
- αὔτανδρος
- αὐταρχία
- αὐτολεξεί
- αὐτόχρους
- αὐχμηρός
- ἀφιλοχρήματος
- ἀφρόγαλα
- ἀφωνία
- ἀψίνθιον
Β
- βαθμός
- βαρύδουπος
- βαρύτιμος
- βαυκαλάω
- βαυκάλημα
- βαυκαλίζω
- Βεελζεβούλ
- βελονοειδής
- βερικοκκία
- βερικόκκιον
- βερίκοκκον
- βιολογικός
- βιολόγος
- βορβορυγμός
- βοστρυχίζω
- βουβωνιακός
- βουβωνικός
- βούλλα
- βουρδωνάριον
- βραβεῖον
- βραδύνους
- βραχιάλιον
- βραχιάριoν
- βραχιόλιoν
- Βραχμάν
- βραχύνω
- βρίζα
- βροντόφωνος
- βροῦκος
- βροῦχος
- βροχή
- βυβλιοθήκη
- βωβός
Γ
Δ
- δανάκη
- Δανιήλ
- Δαυίδ
- δεκάπρωτοι
- δεμάτιον
- Δευτερία
- Δευτέριος
- δηλητηριώδης
- διαβόητος
- διαδοκίς
- διαδοχικός
- διαθήκη
- διακρίβωσις
- διακυβεύω
- διακυμαίνω
- διαμείβομαι
- διαμέρισις
- διαμορφῶ
- διασκευάζω
- διασκευή
- διαχειρίζομαι
- διβολῶ
- διδακτήριον
- διέλευσις
- διευθυντής
- δικαιοκρίτης
- δικαιοπραξία
- διογκοῦμαι
- διογκῶ
- διόρυξις
- διυλίζω
- δοκιμαστήριον
- δορυφορικός
- δοχεῖον
- δρᾶμα
- δράστης
- δυσξύμβλητος
- δυσπεπτικός
- δύσρευστος
- δωροδόκος
- δωροληπτῶ
Ε
- Ἑβραῖος
- ἐγγαστρίμυθος
- ἐγκαινιασμός
- ἐγκαινισμός
- ἐγκαταβιῶ
- ἐγκολλῶ
- εἰσιτήριον
- εἰσιτήριος
- εἰσροή
- εἱστήκεισαν
- εἰσχωρέω
- εἰσχωρῶ
- ἐκδηλόω
- ἐκδηλῶ
- ἐκδικοῦμαι
- ἔκθλιψις
- ἐκκινέω
- ἐκκλησία
- ἐκκλησιαστικός
- ἐκλατομῶ
- ἐκλεκτός
- ἐκλιπαρῶ
- ἔκνομος
- ἔκπαγλος
- ἔκπαλαι
- ἐκ παραδρομῆς
- ἐκπνοή
- ἔκπτυξις
- ἐκσκάπτω
- ἐκσκαφή
- ἐκσφενδονῶ
- ἐκτραγῳδῶ
- ἐκφωνῶ