ἀβλάβεια
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀβλάβειᾰ | αἱ | ἀβλάβειαι | ||||
γενική | τῆς | ἀβλαβείᾱς | τῶν | ἀβλαβειῶν | ||||
δοτική | τῇ | ἀβλαβείᾳ | ταῖς | ἀβλαβείαις | ||||
αιτιατική | τὴν | ἀβλάβειᾰν | τὰς | ἀβλαβείᾱς | ||||
κλητική ὦ! | ἀβλάβειᾰ | ἀβλάβειαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀβλαβείᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀβλαβείαιν | ||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀβλάβεια < αρχαία ελληνική ἀβλαβ(ής) + -εια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀβλάβεια θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ποιητικός τύπος: ἀβλαβία
Πηγές
επεξεργασία- ἀβλάβεια - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀβλάβεια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.