→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀβλαβής τὸ ἀβλαβές
      γενική τοῦ/τῆς ἀβλαβοῦς τοῦ ἀβλαβοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἀβλαβεῖ τῷ ἀβλαβεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀβλαβ τὸ ἀβλαβές
     κλητική ! ἀβλαβές ἀβλαβές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀβλαβεῖς τὰ ἀβλαβ
      γενική τῶν ἀβλαβῶν τῶν ἀβλαβῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀβλαβέσ(ν) τοῖς ἀβλαβέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀβλαβεῖς τὰ ἀβλαβ
     κλητική ! ἀβλαβεῖς ἀβλαβ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀβλαβεῖ τὼ ἀβλαβεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἀβλαβοῖν τοῖν ἀβλαβοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀβλαβής < ἀ- (στερητικό) + -βλαβής

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀβλαβής, -ής, -ές, συγκριτικός:ἀβλαβέστερος, υπερθετικός: ἀβλαβέστατος

  1. που δεν προξενεί βλάβη, άκακος, αθώος
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Ἐπιδημιῶν, 1.6
    ἀβλαβέα ἔχουσιν σπασμοί (σπασμοί που είναι αθώοι, δεν προκαλούν ζημιά στον οργανισμό)
  2. που προλαμβάνει μια βλάβη
  3. που δεν παραβιάζει, δεν θίγει (για όρους συνθήκης)
  4. που δεν υφίσταται βλάβη
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 4, 1.3
    ὥστε αὐτός τε ἀβλαβὴς καὶ τοὺς αὑτοῦ ἄνδρας ἀβλαβεῖς διὰ τὸ πείθεσθαι παρέχεται.
    και έτσι με την πειθαρχία του και αυτός έμεινε σώος και οι άνδρες του
     συνώνυμα: ἀσινής

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις βλάβη και βλάπτω