ἀβλαβής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀβλαβής | τὸ | ἀβλαβές | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀβλαβοῦς | τοῦ | ἀβλαβοῦς | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀβλαβεῖ | τῷ | ἀβλαβεῖ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀβλαβῆ | τὸ | ἀβλαβές | ||
κλητική ὦ! | ἀβλαβές | ἀβλαβές | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀβλαβεῖς | τὰ | ἀβλαβῆ | ||
γενική | τῶν | ἀβλαβῶν | τῶν | ἀβλαβῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀβλαβέσῐ(ν) | τοῖς | ἀβλαβέσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀβλαβεῖς | τὰ | ἀβλαβῆ | ||
κλητική ὦ! | ἀβλαβεῖς | ἀβλαβῆ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀβλαβεῖ | τὼ | ἀβλαβεῖ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀβλαβοῖν | τοῖν | ἀβλαβοῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἀβλαβής, -ής, -ές, συγκριτικός :ἀβλαβέστερος, υπερθετικός : ἀβλαβέστατος
- που δεν προξενεί βλάβη, άκακος, αθώος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Ἐπιδημιῶν, 1.6
- ἀβλαβέα ἔχουσιν σπασμοί (σπασμοί που είναι αθώοι, δεν προκαλούν ζημιά στον οργανισμό)
- που προλαμβάνει μια βλάβη
- που δεν παραβιάζει, δεν θίγει (για όρους συνθήκης)
- που δεν υφίσταται βλάβη
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις βλάβη και βλάπτω
Πηγές
επεξεργασία- ἀβλαβής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀβλαβής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.