Δείτε επίσης: ἀθῷος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αθώος η αθώα το αθώο
      γενική του αθώου της αθώας του αθώου
    αιτιατική τον αθώο την αθώα το αθώο
     κλητική αθώε αθώα αθώο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αθώοι οι αθώες τα αθώα
      γενική των αθώων των αθώων των αθώων
    αιτιατική τους αθώους τις αθώες τα αθώα
     κλητική αθώοι αθώες αθώα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αθώος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀθῷος

  Επίθετο

επεξεργασία

αθώος, -α, -ο

  1. που δεν είναι υπεύθυνος για πράξη κακή, ανάρμοστη ή εγκληματική
     αντώνυμα: ένοχος
  2. αγνός που δεν έχει μέσα του κακία ή υστεροβουλία
  3. (ειρωνικό) ανίδεος, άσχετος

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία