αθώος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αθώος < αρχαία ελληνική ἀθῷος < θωή (ποινή)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αθώος, -α, -ο
- που δεν είναι υπεύθυνος για πράξη κακή, ανάρμοστη ή εγκληματική
- Αντώνυμα ένοχος
- που δεν έχει μέσα του κακία ή υστεροβουλία, αγνός
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- αθώα περιστερά: (ειρωνικό) για κάποιον που κάνει τον αθώο ενώ είναι φανερό ότι δεν είναι