innocent
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | innocent |
συγκριτικός | more innocent |
υπερθετικός | most innocent |
Επίθετο
επεξεργασία
innocent (en)
- (νομικός όρος) αθώος, άκακος
He was innocent of the crime they attributed to him.
- Ήταν αθώος από το έγκλημα που του καταλόγιζαν.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | innocent | innocents |
θηλυκό | innocente | innocentes |