senkulpa
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- senkulpa < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | senkulpa | senkulpaj |
αιτιατική | senkulpan | senkulpajn |
senkulpa (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | senkulpa | senkulpaj |
αιτιατική | senkulpan | senkulpajn |
senkulpa (eo)