senpeka
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | senpeka | senpekaj |
αιτιατική | senpekan | senpekajn |
senpeka (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | senpeka | senpekaj |
αιτιατική | senpekan | senpekajn |
senpeka (eo)