Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άκακος η άκακη το άκακο
      γενική του άκακου της άκακης του άκακου
    αιτιατική τον άκακο την άκακη το άκακο
     κλητική άκακε άκακη άκακο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άκακοι οι άκακες τα άκακα
      γενική των άκακων των άκακων των άκακων
    αιτιατική τους άκακους τις άκακες τα άκακα
     κλητική άκακοι άκακες άκακα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

άκακος < α- στερητικό + κακός

  Επίθετο επεξεργασία

άκακος

  1. που δεν έχει μέσα του κακία
    είναι άκακος άνθρωπος, σωστό αρνί
  2. που δεν γίνεται με κακή πρόθεση
    ήταν ένα άκακο πείραγμα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία