↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άβλαπτος η άβλαπτη το άβλαπτο
      γενική του άβλαπτου της άβλαπτης του άβλαπτου
    αιτιατική τον άβλαπτο την άβλαπτη το άβλαπτο
     κλητική άβλαπτε άβλαπτη άβλαπτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άβλαπτοι οι άβλαπτες τα άβλαπτα
      γενική των άβλαπτων των άβλαπτων των άβλαπτων
    αιτιατική τους άβλαπτους τις άβλαπτες τα άβλαπτα
     κλητική άβλαπτοι άβλαπτες άβλαπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άβλαπτος < ελληνιστική κοινή ἄβλαπτος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈa.vla.ptos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐βλα‐πτος

  Επίθετο

επεξεργασία

άβλαπτος, -η, -ο

  • άλλη μορφή του άβλαβος
    ※  Ο ευτυχισμένος, που έργο μεγάλο στους αθανάτους μέσα επιτέλεσε, τώρα ανάμεσα στους αθανάτους κατοικεί άβλαπτος και αγέραστος για πάντα.
    Νίκος Π. Μπεζαντάκος, Μουσάων ἀρχώμεθα : Ο Ησίοδος και η αρχαϊκή επική ποίηση, Αθήνα: Πατάκης, 2006, σελ. 184

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. άβλαβοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)