↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άβλαβος η άβλαβη το άβλαβο
      γενική του άβλαβου της άβλαβης του άβλαβου
    αιτιατική τον άβλαβο την άβλαβη το άβλαβο
     κλητική άβλαβε άβλαβη άβλαβο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άβλαβοι οι άβλαβες τα άβλαβα
      γενική των άβλαβων των άβλαβων των άβλαβων
    αιτιατική τους άβλαβους τις άβλαβες τα άβλαβα
     κλητική άβλαβοι άβλαβες άβλαβα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άβλαβος < α- + βλάβ(η) + -ος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈa.vla.vos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐βλα‐βος

  Επίθετο

επεξεργασία

άβλαβος, -η, -ο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • άβλαβοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)