Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἄβλαπτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἄβλαπτος
< α-
στερητικό
και
βλάπτω
Επίθετο
επεξεργασία
ἄβλαπτος, -ος, -ον
αυτός που δεν έχει υποστεί
βλάβη
, λόγω κάποιας αιτίας, ο
σώος
, ο
αλώβητος
(νεοελληνική)
άβλαπτος
Συνώνυμα
επεξεργασία
ἀβλαβής