αλώβητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αλώβητος | η | αλώβητη | το | αλώβητο |
γενική | του | αλώβητου | της | αλώβητης | του | αλώβητου |
αιτιατική | τον | αλώβητο | την | αλώβητη | το | αλώβητο |
κλητική | αλώβητε | αλώβητη | αλώβητο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αλώβητοι | οι | αλώβητες | τα | αλώβητα |
γενική | των | αλώβητων | των | αλώβητων | των | αλώβητων |
αιτιατική | τους | αλώβητους | τις | αλώβητες | τα | αλώβητα |
κλητική | αλώβητοι | αλώβητες | αλώβητα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αλώβητος < (ελληνιστική κοινή) ἀλώβητος < α- + αρχαία ελληνική λωβάομαι / λωβῶμαι < λώβη
Επίθετο
επεξεργασίααλώβητος -η -ο
- αυτός που δεν έχει πάθει φυσική ή ηθική ζημιά, ο ακέραιος, ο σώος, που δεν τραυματίστηκε
- ※ ...αλώβητος από την ασκήμια των γερατιών. Τέτοιος θάνατος δε λογάται θάνατος. Ο Μεγαλέξαντρος ζει. Ζει και βασιλεύει. Το βεβαιώνει ως τα σήμερα η Γοργόνα, η αδερφή του, κι αλίμονο στο θαλασσοπόρο που θα τολμήση να το αμφισβητήση. (Φιλολογική Κύπρος, 1973, σελ. 195) (Σημείωση Βικιλεξικού: στα ρήματα «θα τολμήση», «να το αμφισβητήση», χρησιμοποιείται το παλιότερο ήτα (-η) της υποτακτικής.)