scot-free
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαscot-free (en) (χωρίς παραθετικά)
- (ανεπίσημο) τη βγάζω καθαρή
- ⮡ I get off scot-free.
- Τη βγάζω καθαρή.
- ⮡ I get off scot-free.
Πηγές
επεξεργασία- scot-free - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω