βλαμμένος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βλαμμένος < μεσαιωνική ελληνική βλαμμένος < αρχαία ελληνική βεβλαμμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος βλάπτω
Μετοχή
βλαμμένος, -η, -ο
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βλάπτω
Μεταφράσεις
βλαμμένος