Δείτε επίσης: ἀνισορροπία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανισορροπία οι ανισορροπίες
      γενική της ανισορροπίας των ανισορροπιών
    αιτιατική την ανισορροπία τις ανισορροπίες
     κλητική ανισορροπία ανισορροπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανισορροπία < (ελληνιστική κοινήἀνισορροπία < ἰσορροπία < αρχαία ελληνική ἰσόρροπος < ῥοπή (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική déséquilibre)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανισορροπία θηλυκό

  1. η έλλειψη ισορροπίας
     συνώνυμα: αστάθεια
  2. (μεταφορικά) ψυχική ή πνευματική δυσλειτουργία
     συνώνυμα: λόξα, παλαβωμάρα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία