Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική βεβλαμμένος βεβλαμμένη τὸ βεβλαμμένον
      γενική τοῦ βεβλαμμένου τῆς βεβλαμμένης τοῦ βεβλαμμένου
      δοτική τῷ βεβλαμμέν τῇ βεβλαμμέν τῷ βεβλαμμέν
    αιτιατική τὸν βεβλαμμένον τὴν βεβλαμμένην τὸ βεβλαμμένον
     κλητική ! βεβλαμμένε βεβλαμμένη βεβλαμμένον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ βεβλαμμένοι αἱ βεβλαμμέναι τὰ βεβλαμμέν
      γενική τῶν βεβλαμμένων τῶν βεβλαμμένων τῶν βεβλαμμένων
      δοτική τοῖς βεβλαμμένοις ταῖς βεβλαμμέναις τοῖς βεβλαμμένοις
    αιτιατική τοὺς βεβλαμμένους τὰς βεβλαμμένᾱς τὰ βεβλαμμέν
     κλητική ! βεβλαμμένοι βεβλαμμέναι βεβλαμμέν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βεβλαμμένω τὼ βεβλαμμέν τὼ βεβλαμμένω
      γεν-δοτ τοῖν βεβλαμμένοιν τοῖν βεβλαμμέναιν τοῖν βεβλαμμένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυμένος' όπως «λελυμένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

βεβλαμμένος, -η, -ον