intact
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαintact (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | intact | intacts |
θηλυκό | intacte | intactes |
intact (fr)
intact (en)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | intact | intacts |
θηλυκό | intacte | intactes |
intact (fr)