λώβη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λώβη < λωβάομαι ή το αντίστροφο, δηλ. το λωβάομαι από τη λώβη < πιθανόν από πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα κοινή και στα λατινικά labor και labes (πτώση, γλίστρημα, ολίσθημα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλώβη ἡ
- ατίμωση, κακοποίηση, εξευτελισμός, αναπηρία, ακρωτηριασμός
- σὺ καὶ δικαίων ἀδίκους φρένας παρασπᾷς ἐπὶ λώβᾳ : εσύ (έρωτα) και των συνετών το μυαλό σέρνεις ορμητικά στην αδικία για την καταστροφή τους (Σοφ. Αντιγόνη, 791)