Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λέπρα οι λέπρες
      γενική της λέπρας
    αιτιατική τη λέπρα τις λέπρες
     κλητική λέπρα λέπρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λέπρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λέπρα < λεπρός < λέπω [1]
 
χέρι με λέπρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λέπρα θηλυκό

  1. (ιατρική) χρόνια λοιμώδης ασθένεια του ανθρώπου, που προκαλείται από τα μυκοβακτήρια mycobacterium leprae και mycobacterium lepromatosis
     συνώνυμα: νόσος του Χάνσεν (επιστημονική ονομασία), λώβα (λαϊκότροπο)
  2. (μεταφορικά) κάτι κακό που διασπείρεται εύκολα και γρήγορα
  3. (μεταφορικά) κάτι υπερβολικά βρόμικο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.