λέπρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λέπρα | οι | λέπρες |
γενική | της | λέπρας | — | |
αιτιατική | τη | λέπρα | τις | λέπρες |
κλητική | λέπρα | λέπρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λέπρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λέπρα < λεπρός < λέπω [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλέπρα θηλυκό
- (ιατρική) χρόνια λοιμώδης ασθένεια του ανθρώπου, που προκαλείται από τα μυκοβακτήρια mycobacterium leprae και mycobacterium lepromatosis
- (μεταφορικά) κάτι κακό που διασπείρεται εύκολα και γρήγορα
- (μεταφορικά) κάτι υπερβολικά βρόμικο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- λέπρα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.