Δείτε επίσης: κακοποιία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κακοποίηση οι κακοποιήσεις
      γενική της κακοποίησης* των κακοποιήσεων
    αιτιατική την κακοποίηση τις κακοποιήσεις
     κλητική κακοποίηση κακοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κακοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κακοποίηση < ελληνιστική κοινή κακοποίησις < αρχαία ελληνική κακοποιέω / κακοποιῶ < κακός + ποιέω / ποιῶ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κακοποίηση θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία