Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κακοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κακοποιώ
  2. θα κακοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κακοποιώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

κακοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κακοποίηση