ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κακοποίησῐς αἱ κακοποιήσεις
      γενική τῆς κακοποιήσεως τῶν κακοποιήσεων
      δοτική τῇ κακοποιήσει ταῖς κακοποιήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κακοποίησῐν τὰς κακοποιήσεις
     κλητική ! κακοποίησῐ κακοποιήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κακοποιήσει
γεν-δοτ τοῖν  κακοποιησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κακοποίησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κακοποιέω, κακοποιη- + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε κακο- + -ποίησις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: κακοποίηση (με ειδικότερη σημασία)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κακοποίησις θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις κακός και ποιέω