maltraitance
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mal.tʁɛ.tɑ̃ːs/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
maltraitance | maltraitances |
maltraitance (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
maltraitance | maltraitances |
maltraitance (fr) θηλυκό