Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ακρωτηριασμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ακρωτηριασμ
ός
οι
ακρωτηριασμ
οί
γενική
του
ακρωτηριασμ
ού
των
ακρωτηριασμ
ών
αιτιατική
τον
ακρωτηριασμ
ό
τους
ακρωτηριασμ
ούς
κλητική
ακρωτηριασμ
έ
ακρωτηριασμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ακρωτηριασμός
<
αρχαία ελληνική
ἀκρωτηριασμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ακρωτηριασμός
αρσενικό
αποκοπή
ενός μέλους ενός
σώματος
Συγγενικά
επεξεργασία
ακρωτηριάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ακρωτηριασμός
αγγλικά
:
amputation
(en)
γαλλικά
:
amputation
(fr)
,
mutilation
(fr)