amputation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαamputation (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɑ̃.py.ta.sjɔ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
amputation | amputations |
amputation (fr) θηλυκό
- ο ακρωτηριασμός, η αποκοπή