ακρωτηριάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακρωτηριάζω < αρχαία ελληνική ἀκρωτηριάζω
Ρήμα
επεξεργασίαακρωτηριάζω, παθητικό: ακρωτηριάζομαι, παθητική μετοχή: ακρωτηριασμένος
- αποκόπτω ένα μέλος, χέρι ή πόδι
- έπεσε πάνω του ένα αυτοκίνητο και τον ακρωτηρίασε φριχτά
- οι γιατροί αναγκάστηκαν στο χειρουργείο να του ακρωτηριάσουν το ένα χέρι
- αποκόπτω ένα σημαντικό τμήμα από κάτι κι έτσι αυτό που απομένει είναι ελλιπές ή μη λειτουργικό ή μη αναγνωρίσιμο