ἀκρωτηριάζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀκρωτηριάζω < ἀκρωτήριον + -άζω
Ρήμα
επεξεργασίαἀκρωτηριάζω
- αποκόπτω τα ἀκρωτήρια των πλοίων, τα σημεία τους που προεξέχουν, κυρίως τα έμβολα στην πρώρα (πλώρη) ή τα στολίδια της
- τὰς πρῴρας ἠκρωτηρίασαν / τὰς τριήρεις ἀκρωτηριασάμενος
- προεξέχω, σχηματίζω προεξοχή στη θάλασσα, σχηματίζω ακρωτήριο
- καὶ γὰρ τὸ Σούνιον ἀκρωτηριάζει ὁμοίως τῇ Λακωνικῇ : και το Σούνιο προεξέχει/ σχηματίζει ακρωτήριο όπως η Λακωνική (χερσόνησος)
- ακρωτηριάζω, κολοβώνω, κόβω άκρα (χέρι, πόδι)
- ἐπειδὴ δὲ τὰς χεῖρας ἀπέκοψαν, ἠκρωτηρίαζον τοὺς ταλαιπώρους: κολοβώσαντες δὲ καὶ τὰ σκέλη (Πολύβιος, Ιστορία, Βιβλίο 4, κεφάλαιο 4. 32)
- (μεταφορικά) αποκοπτω κάτι ζωτικό, σημαντικό όσο ένα μέλος του σώματος
- τὰ τῶν προδοτῶν..., τῶν αὐτῶν βουλευμάτων ἐν ταῖς αὑτῶν πατρίσιν ὧνπερ οὗτοι παρ᾽ ὑμῖν, ἠκρωτηριασμένοι τὰς αὑτῶν ἕκαστοι πατρίδα... τῇ γαστρὶ μετροῦντες καὶ τοῖς αἰσχίστοις τὴν εὐδαιμονίαν: οι προδότες αλλού... έχουν τις ίδιες πολιτικές απόψεις στις πατρίδες τους όπως οι δικοί μας... έχοντας ακρωτηριάσει ο καθένας τη δική του πατρίδα, μετρούν την ευδαιμονία με την κοιλιά τους και με τα γεννητικά τους όργανα (Δημοσθένης, Περί του Στεφάνου, 296)
Συγγενικά
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- ο μέσος αόριστος και ο μέσος παρακείμενος έχουν ενεργητική σημασία