Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀκρωτηριάζω < ἀκρωτήριον + -άζω

  Ρήμα επεξεργασία

ἀκρωτηριάζω

  1. αποκόπτω τα ἀκρωτήρια των πλοίων, τα σημεία τους που προεξέχουν, κυρίως τα έμβολα στην πρώρα (πλώρη) ή τα στολίδια της
    • τὰς πρῴρας ἠκρωτηρίασαν / τὰς τριήρεις ἀκρωτηριασάμενος
  2. προεξέχω, σχηματίζω προεξοχή στη θάλασσα, σχηματίζω ακρωτήριο
    • καὶ γὰρ τὸ Σούνιον ἀκρωτηριάζει ὁμοίως τῇ Λακωνικῇ : και το Σούνιο προεξέχει/ σχηματίζει ακρωτήριο όπως η Λακωνική (χερσόνησος)
  3. ακρωτηριάζω, κολοβώνω, κόβω άκρα (χέρι, πόδι)
    • ἐπειδὴ δὲ τὰς χεῖρας ἀπέκοψαν, ἠκρωτηρίαζον τοὺς ταλαιπώρους: κολοβώσαντες δὲ καὶ τὰ σκέλη (Πολύβιος, Ιστορία, Βιβλίο 4, κεφάλαιο 4. 32)
  4. (μεταφορικά) αποκοπτω κάτι ζωτικό, σημαντικό όσο ένα μέλος του σώματος
    • τὰ τῶν προδοτῶν..., τῶν αὐτῶν βουλευμάτων ἐν ταῖς αὑτῶν πατρίσιν ὧνπερ οὗτοι παρ᾽ ὑμῖν, ἠκρωτηριασμένοι τὰς αὑτῶν ἕκαστοι πατρίδα... τῇ γαστρὶ μετροῦντες καὶ τοῖς αἰσχίστοις τὴν εὐδαιμονίαν: οι προδότες αλλού... έχουν τις ίδιες πολιτικές απόψεις στις πατρίδες τους όπως οι δικοί μας... έχοντας ακρωτηριάσει ο καθένας τη δική του πατρίδα, μετρούν την ευδαιμονία με την κοιλιά τους και με τα γεννητικά τους όργανα (Δημοσθένης, Περί του Στεφάνου, 296)


Συγγενικά επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • ο μέσος αόριστος και ο μέσος παρακείμενος έχουν ενεργητική σημασία