κολοβώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κολοβώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κολοβώνω < αρχαία ελληνική κολοβόω / κολοβῶ < κολοβός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ko.loˈvo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐λο‐βώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίακολοβώνω, αόρ.: κολόβωσα, παθ.φωνή: κολοβώνομαι, π.αόρ.: κολοβώθηκα, μτχ.π.π.: κολοβωμένος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κολοβός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κολοβώνω | κολόβωνα | θα κολοβώνω | να κολοβώνω | κολοβώνοντας | |
β' ενικ. | κολοβώνεις | κολόβωνες | θα κολοβώνεις | να κολοβώνεις | κολόβωνε | |
γ' ενικ. | κολοβώνει | κολόβωνε | θα κολοβώνει | να κολοβώνει | ||
α' πληθ. | κολοβώνουμε | κολοβώναμε | θα κολοβώνουμε | να κολοβώνουμε | ||
β' πληθ. | κολοβώνετε | κολοβώνατε | θα κολοβώνετε | να κολοβώνετε | κολοβώνετε | |
γ' πληθ. | κολοβώνουν(ε) | κολόβωναν κολοβώναν(ε) |
θα κολοβώνουν(ε) | να κολοβώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κολόβωσα | θα κολοβώσω | να κολοβώσω | κολοβώσει | ||
β' ενικ. | κολόβωσες | θα κολοβώσεις | να κολοβώσεις | κολόβωσε | ||
γ' ενικ. | κολόβωσε | θα κολοβώσει | να κολοβώσει | |||
α' πληθ. | κολοβώσαμε | θα κολοβώσουμε | να κολοβώσουμε | |||
β' πληθ. | κολοβώσατε | θα κολοβώσετε | να κολοβώσετε | κολοβώστε | ||
γ' πληθ. | κολόβωσαν κολοβώσαν(ε) |
θα κολοβώσουν(ε) | να κολοβώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κολοβώσει | είχα κολοβώσει | θα έχω κολοβώσει | να έχω κολοβώσει | ||
β' ενικ. | έχεις κολοβώσει | είχες κολοβώσει | θα έχεις κολοβώσει | να έχεις κολοβώσει | ||
γ' ενικ. | έχει κολοβώσει | είχε κολοβώσει | θα έχει κολοβώσει | να έχει κολοβώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κολοβώσει | είχαμε κολοβώσει | θα έχουμε κολοβώσει | να έχουμε κολοβώσει | ||
β' πληθ. | έχετε κολοβώσει | είχατε κολοβώσει | θα έχετε κολοβώσει | να έχετε κολοβώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κολοβώσει | είχαν κολοβώσει | θα έχουν κολοβώσει | να έχουν κολοβώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κολοβώνομαι | κολοβωνόμουν(α) | θα κολοβώνομαι | να κολοβώνομαι | ||
β' ενικ. | κολοβώνεσαι | κολοβωνόσουν(α) | θα κολοβώνεσαι | να κολοβώνεσαι | ||
γ' ενικ. | κολοβώνεται | κολοβωνόταν(ε) | θα κολοβώνεται | να κολοβώνεται | ||
α' πληθ. | κολοβωνόμαστε | κολοβωνόμαστε κολοβωνόμασταν |
θα κολοβωνόμαστε | να κολοβωνόμαστε | ||
β' πληθ. | κολοβώνεστε | κολοβωνόσαστε κολοβωνόσασταν |
θα κολοβώνεστε | να κολοβώνεστε | (κολοβώνεστε) | |
γ' πληθ. | κολοβώνονται | κολοβώνονταν κολοβωνόντουσαν |
θα κολοβώνονται | να κολοβώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κολοβώθηκα | θα κολοβωθώ | να κολοβωθώ | κολοβωθεί | ||
β' ενικ. | κολοβώθηκες | θα κολοβωθείς | να κολοβωθείς | κολοβώσου | ||
γ' ενικ. | κολοβώθηκε | θα κολοβωθεί | να κολοβωθεί | |||
α' πληθ. | κολοβωθήκαμε | θα κολοβωθούμε | να κολοβωθούμε | |||
β' πληθ. | κολοβωθήκατε | θα κολοβωθείτε | να κολοβωθείτε | κολοβωθείτε | ||
γ' πληθ. | κολοβώθηκαν κολοβωθήκαν(ε) |
θα κολοβωθούν(ε) | να κολοβωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κολοβωθεί | είχα κολοβωθεί | θα έχω κολοβωθεί | να έχω κολοβωθεί | κολοβωμένος | |
β' ενικ. | έχεις κολοβωθεί | είχες κολοβωθεί | θα έχεις κολοβωθεί | να έχεις κολοβωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κολοβωθεί | είχε κολοβωθεί | θα έχει κολοβωθεί | να έχει κολοβωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κολοβωθεί | είχαμε κολοβωθεί | θα έχουμε κολοβωθεί | να έχουμε κολοβωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κολοβωθεί | είχατε κολοβωθεί | θα έχετε κολοβωθεί | να έχετε κολοβωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κολοβωθεί | είχαν κολοβωθεί | θα έχουν κολοβωθεί | να έχουν κολοβωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κολοβωμένος - είμαστε, είστε, είναι κολοβωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κολοβωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κολοβωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κολοβωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κολοβωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κολοβωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κολοβωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- κολοβώνω < αρχαία ελληνική κολοβόω / κολοβῶ < κολοβός
Ρήμα
επεξεργασίακολοβώνω
Πηγές
επεξεργασία- κολοβώνω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].