↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κολοβός η κολοβή το κολοβό
      γενική του κολοβού της κολοβής του κολοβού
    αιτιατική τον κολοβό την κολοβή το κολοβό
     κλητική κολοβέ κολοβή κολοβό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κολοβοί οι κολοβές τα κολοβά
      γενική των κολοβών των κολοβών των κολοβών
    αιτιατική τους κολοβούς τις κολοβές τα κολοβά
     κλητική κολοβοί κολοβές κολοβά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κολοβός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κολοβός[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ko.loˈvos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐λο‐βός

  Επίθετο

επεξεργασία

κολοβός, -ή, -ό

  1. (για ζώο) που του έχουν κόψει την ουρά
  2. (κατ’ επέκταση) που του λείπει ένα κομμάτι, κουτσουρεμένος, ανολοκλήρωτος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία

γένη → αρσενικό & θηλυκό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / κολοβός κολοβή τὸ κολοβόν
      γενική τοῦ/τῆς κολοβοῦ τῆς κολοβῆς τοῦ κολοβοῦ
      δοτική τῷ/τῇ κολοβ τῇ κολοβ τῷ κολοβ
    αιτιατική τὸν/τὴν κολοβόν τὴν κολοβήν τὸ κολοβόν
     κλητική ! κολοβέ κολοβή κολοβόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ κολοβοί αἱ κολοβαί τὰ κολοβᾰ́
      γενική τῶν κολοβῶν τῶν κολοβῶν τῶν κολοβῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς κολοβοῖς ταῖς κολοβαῖς τοῖς κολοβοῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς κολοβούς τὰς κολοβᾱ́ς τὰ κολοβᾰ́
     κλητική ! κολοβοί κολοβαί κολοβᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κολοβώ τὼ κολοβᾱ́ τὼ κολοβώ
      γεν-δοτ τοῖν κολοβοῖν τοῖν κολοβαῖν τοῖν κολοβοῖν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, περισσότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'κολοβός' όπως «κολοβός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κολοβός < κόλ(ος) + ... Κατά τον Beekes,[1] το επίθημα (ο)βο- δεν μπορεί να εξηγηθεί μέσω της πρωτοϊνδοευρωπαϊκής, και προτείνει προελληνική προέλευση
Κατά τον Μπαμπινιώτη,[2] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα kelh₂- (σπάω, κόβω)

  Επίθετο

επεξεργασία

κολοβός, -ός / -ή, -όν

  1. ακρωτηριασμένος, κομμένος
  2. (για λόγο) ατελής

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.