κολοβός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κολοβός | η | κολοβή | το | κολοβό |
γενική | του | κολοβού | της | κολοβής | του | κολοβού |
αιτιατική | τον | κολοβό | την | κολοβή | το | κολοβό |
κλητική | κολοβέ | κολοβή | κολοβό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κολοβοί | οι | κολοβές | τα | κολοβά |
γενική | των | κολοβών | των | κολοβών | των | κολοβών |
αιτιατική | τους | κολοβούς | τις | κολοβές | τα | κολοβά |
κλητική | κολοβοί | κολοβές | κολοβά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κολοβός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κολοβός[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ko.loˈvos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐λο‐βός
Επίθετο
επεξεργασίακολοβός, -ή, -ό
- (για ζώο) που του έχουν κόψει την ουρά
- (κατ’ επέκταση) που του λείπει ένα κομμάτι, κουτσουρεμένος, ανολοκλήρωτος
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κολοβός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κολοβός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό & θηλυκό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | κολοβός | ἡ | κολοβή | τὸ | κολοβόν |
γενική | τοῦ/τῆς | κολοβοῦ | τῆς | κολοβῆς | τοῦ | κολοβοῦ |
δοτική | τῷ/τῇ | κολοβῷ | τῇ | κολοβῇ | τῷ | κολοβῷ |
αιτιατική | τὸν/τὴν | κολοβόν | τὴν | κολοβήν | τὸ | κολοβόν |
κλητική ὦ! | κολοβέ | κολοβή | κολοβόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | κολοβοί | αἱ | κολοβαί | τὰ | κολοβᾰ́ |
γενική | τῶν | κολοβῶν | τῶν | κολοβῶν | τῶν | κολοβῶν |
δοτική | τοῖς/ταῖς | κολοβοῖς | ταῖς | κολοβαῖς | τοῖς | κολοβοῖς |
αιτιατική | τοὺς/τὰς | κολοβούς | τὰς | κολοβᾱ́ς | τὰ | κολοβᾰ́ |
κλητική ὦ! | κολοβοί | κολοβαί | κολοβᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κολοβώ | τὼ | κολοβᾱ́ | τὼ | κολοβώ |
γεν-δοτ | τοῖν | κολοβοῖν | τοῖν | κολοβαῖν | τοῖν | κολοβοῖν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, περισσότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'κολοβός' όπως «κολοβός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κολοβός < κόλ(ος) + ... Κατά τον Beekes,[1] το επίθημα (ο)βο- δεν μπορεί να εξηγηθεί μέσω της πρωτοϊνδοευρωπαϊκής, και προτείνει προελληνική προέλευση
- Κατά τον Μπαμπινιώτη,[2] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα kelh₂- (σπάω, κόβω)
Επίθετο
επεξεργασίακολοβός, -ός / -ή, -όν
- ακρωτηριασμένος, κομμένος
- (για λόγο) ατελής
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- κολοβός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κολοβός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.