κολοβός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κολοβός < αρχαία ελληνική κολοβός[1] < κόλος[2] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή[2] *kelh₂- (σπάω, κόβω)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
κολοβός, -ή, -ό
- (για ζώο) που του έχουν κόψει την ουρά
- (κατ' επέκταση) που του λείπει ένα κομμάτι, κουτσουρεμένος, ανολοκλήρωτος
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κολοβός
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική | κολοβός | κολοβή | κολοβόν | κολοβοί | κολοβαί | κολοβά |
Γενική | κολοβοῦ | κολοβῆς | κολοβοῦ | κολοβῶν | κολοβῶν | κολοβῶν |
Δοτική | κολοβῷ | κολοβῇ | κολοβῷ | κολοβοῖς | κολοβαῖς | κολοβοῖς |
Αιτιατική | κολοβόν | κολοβήν | κολοβόν | κολοβούς | κολοβάς | κολοβά |
Κλητική | κολοβέ | κολοβή | κολοβόν | κολοβοί | κολοβαί | κολοβά |
Δυικός | Αρσενικό-Ουδέτερο | Θηλυκό | ||||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | κολοβώ | κολοβά | ||||
Γενική-Δοτική | κολοβοῖν | κολοβαῖν |
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική | κολοβός | κολοβός | κολοβόν | κολοβοί | κολοβοί | κολοβά |
Γενική | κολοβοῦ | κολοβοῦ | κολοβοῦ | κολοβῶν | κολοβῶν | κολοβῶν |
Δοτική | κολοβῷ | κολοβῷ | κολοβῷ | κολοβοῖς | κολοβοῖς | κολοβοῖς |
Αιτιατική | κολοβόν | κολοβόν | κολοβόν | κολοβούς | κολοβούς | κολοβά |
Κλητική | κολοβέ | κολοβέ | κολοβόν | κολοβοί | κολοβοί | κολοβά |
Δυικός | Αρσενικό-Ουδέτερο | Θηλυκό | ||||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | κολοβώ | κολοβώ | ||||
Γενική-Δοτική | κολοβοῖν | κολοβοῖν |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
κολοβός, -ός / -ή, -όν
- ακρωτηριασμένος, κομμένος
- (για λόγο) ατελής
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- ↑ «κολοβός» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.