μετριάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μετριάζω < αρχαία ελληνική μετριάζω < μέτρον
Ρήμα
επεξεργασίαμετριάζω
Αντώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μετριάζω | μετρίαζα | θα μετριάζω | να μετριάζω | μετριάζοντας | |
β' ενικ. | μετριάζεις | μετρίαζες | θα μετριάζεις | να μετριάζεις | μετρίαζε | |
γ' ενικ. | μετριάζει | μετρίαζε | θα μετριάζει | να μετριάζει | ||
α' πληθ. | μετριάζουμε | μετριάζαμε | θα μετριάζουμε | να μετριάζουμε | ||
β' πληθ. | μετριάζετε | μετριάζατε | θα μετριάζετε | να μετριάζετε | μετριάζετε | |
γ' πληθ. | μετριάζουν(ε) | μετρίαζαν μετριάζαν(ε) |
θα μετριάζουν(ε) | να μετριάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μετρίασα | θα μετριάσω | να μετριάσω | μετριάσει | ||
β' ενικ. | μετρίασες | θα μετριάσεις | να μετριάσεις | μετρίασε | ||
γ' ενικ. | μετρίασε | θα μετριάσει | να μετριάσει | |||
α' πληθ. | μετριάσαμε | θα μετριάσουμε | να μετριάσουμε | |||
β' πληθ. | μετριάσατε | θα μετριάσετε | να μετριάσετε | μετριάστε | ||
γ' πληθ. | μετρίασαν μετριάσαν(ε) |
θα μετριάσουν(ε) | να μετριάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μετριάσει | είχα μετριάσει | θα έχω μετριάσει | να έχω μετριάσει | ||
β' ενικ. | έχεις μετριάσει | είχες μετριάσει | θα έχεις μετριάσει | να έχεις μετριάσει | ||
γ' ενικ. | έχει μετριάσει | είχε μετριάσει | θα έχει μετριάσει | να έχει μετριάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μετριάσει | είχαμε μετριάσει | θα έχουμε μετριάσει | να έχουμε μετριάσει | ||
β' πληθ. | έχετε μετριάσει | είχατε μετριάσει | θα έχετε μετριάσει | να έχετε μετριάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μετριάσει | είχαν μετριάσει | θα έχουν μετριάσει | να έχουν μετριάσει |
|