Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

moderate (en)

  1. μέτριος
  2. μετριοπαθής

  Ρήμα επεξεργασία

moderate (en)

  1. μετριάζω
  2. ελέγχω τήρηση προτύπων