Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός moderate
συγκριτικός more moderate
υπερθετικός most moderate

moderate (en)

  1. μέτριος, που δεν είναι ούτε πολύ καλό, μεγάλο, ζεστό κλπ. ούτε πολύ κακό, μικρό, κρύο κτλ.
    a teacher with moderate abilities - δάσκαλος με μέτριες ικανότητες
    a moderate temperature - μέτρια θερμοκρασία
    According to a moderate estimate, the cost will add up to 300 million.
    Σύμφωνα με ένα μέτριο υπολογισμό η δαπάνη θα ανέλθει σε 300 εκατομμύρια.
  2. μετριοπαθής, που έχει απόψεις, ειδικά για την πολιτική, που δεν είναι ακραίες
    a moderate political party - μετριοπαθές πολιτικό κόμμα
    He is a man of moderate opinions.
    Είναι άνθρωπος μετριοπαθών αντιλήψεων.
  3. μετριοπαθής, που βρίσκεται μέσα σε όρια που θεωρούνται λογικά από τους περισσότερους ανθρώπους
    His demands are quite moderate.
    Οι απαιτήσεις του είναι πολύ μετριοπαθείς.

Συνώνυμα

επεξεργασία
ενεστώτας moderate
γ΄ ενικό ενεστώτα moderates
αόριστος moderated
παθητική μετοχή moderated
ενεργητική μετοχή moderating

moderate (en)

  1. (μεταβατικό & αμετάβατο, επίσημο) μετριάζω
    I will moderate my demands.
    Θα μετριάσω τις αξιώσεις μου.
    The wind moderated after noon.
    Ο άνεμος μετριάστηκε μετά το μεσημέρι.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) συντονίζω, διευθύνω μια συζήτηση για να βεβαιωθώ ότι είναι δίκαιη
    Well-known journalists moderate the televised debates.
    Τις τηλεοπτικές συζητήσεις τις συντονίζουν γνωστοί δημοσιογράφοι.
  3. (μεταβατικό) ελέγχω τήρηση προτύπων