moderate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | moderate |
συγκριτικός | more moderate |
υπερθετικός | most moderate |
moderate (en)
- μέτριος, που δεν είναι ούτε πολύ καλό, μεγάλο, ζεστό κλπ. ούτε πολύ κακό, μικρό, κρύο κτλ.
- ↪ a teacher with moderate abilities - δάσκαλος με μέτριες ικανότητες
- ↪ a moderate temperature - μέτρια θερμοκρασία
- ↪ According to a moderate estimate, the cost will add up to 300 million.
- Σύμφωνα με ένα μέτριο υπολογισμό η δαπάνη θα ανέλθει σε 300 εκατομμύρια.
- μετριοπαθής, που έχει απόψεις, ειδικά για την πολιτική, που δεν είναι ακραίες
- ↪ a moderate political party - μετριοπαθές πολιτικό κόμμα
- ↪ He is a man of moderate opinions.
- Είναι άνθρωπος μετριοπαθών αντιλήψεων.
- μετριοπαθής, που βρίσκεται μέσα σε όρια που θεωρούνται λογικά από τους περισσότερους ανθρώπους
- ↪ His demands are quite moderate.
- Οι απαιτήσεις του είναι πολύ μετριοπαθείς.
- ↪ His demands are quite moderate.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | moderate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | moderates |
αόριστος | moderated |
παθητική μετοχή | moderated |
ενεργητική μετοχή | moderating |
moderate (en)
- (μεταβατικό & αμετάβατο, επίσημο) μετριάζω
- ↪ I will moderate my demands.
- Θα μετριάσω τις αξιώσεις μου.
- ↪ The wind moderated after noon.
- Ο άνεμος μετριάστηκε μετά το μεσημέρι.
- ↪ I will moderate my demands.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) συντονίζω, διευθύνω μια συζήτηση για να βεβαιωθώ ότι είναι δίκαιη
- ↪ Well-known journalists moderate the televised debates.
- Τις τηλεοπτικές συζητήσεις τις συντονίζουν γνωστοί δημοσιογράφοι.
- ↪ Well-known journalists moderate the televised debates.
- (μεταβατικό) ελέγχω τήρηση προτύπων