modest
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | modest |
συγκριτικός | more modest |
υπερθετικός | most modest |
Επίθετο
επεξεργασίαmodest (en)
- μέτριος, μετριοπαθής, όχι πολύ μεγάλο, ακριβό, σημαντικό κτλ.
- ⮡ a man of modest means - άνθρωπος μέτριας οικονομικής κατάστασης
- ⮡ His demands are modest.
- Οι απαιτήσεις του είναι μετριοπαθείς.
- ⮡ According to a modest estimate, the cost will add up to 300 million.
- Σύμφωνα με ένα μέτριο υπολογισμό η δαπάνη θα ανέλθει σε 300 εκατομμύρια.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη moderate
- σεμνός, μετριόφρων, μετριόφρονας, που δεν μιλάει πολύ για τις ικανότητες ή τα υπάρχοντά του
- σεμνός, για άτομα, ειδικά γυναίκες, ή τα ρούχα τους, που ντρέπεται να δείχνει μεγάλο μέρος του σώματος· που δεν έχει σκοπό να τραβήξει την προσοχή, ειδικά με σεξουαλικό τρόπο.
- ⮡ a modest outfit - σεμνό ντύσιμο