παραθετικά
θετικός modest
συγκριτικός more modest
υπερθετικός most modest

  Επίθετο

επεξεργασία

modest (en)

  1. μέτριος, μετριοπαθής, όχι πολύ μεγάλο, ακριβό, σημαντικό κτλ.
    ⮡  a man of modest means - άνθρωπος μέτριας οικονομικής κατάστασης
    ⮡  His demands are modest.
    Οι απαιτήσεις του είναι μετριοπαθείς.
    ⮡  According to a modest estimate, the cost will add up to 300 million.
    Σύμφωνα με ένα μέτριο υπολογισμό η δαπάνη θα ανέλθει σε 300 εκατομμύρια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη moderate
  2. σεμνός, μετριόφρων, μετριόφρονας, που δεν μιλάει πολύ για τις ικανότητες ή τα υπάρχοντά του
    ⮡  a modest scientist - σεμνός επιστήμονας
    ⮡  He is modest about his achievements.
    Είναι μετριόφρων για τις επιτυχίες του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη humble
  3. σεμνός, για άτομα, ειδικά γυναίκες, ή τα ρούχα τους, που ντρέπεται να δείχνει μεγάλο μέρος του σώματος· που δεν έχει σκοπό να τραβήξει την προσοχή, ειδικά με σεξουαλικό τρόπο.
    ⮡  a modest outfit - σεμνό ντύσιμο