μετριόφρων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μετριόφρων & μετριόφρονας |
η | μετριόφρων | το | μετριόφρον |
γενική | του | μετριόφρονος & μετριόφρονα |
της | μετριόφρονος | του | μετριόφρονος |
αιτιατική | τον | μετριόφρονα | τη | μετριόφρονα | το | μετριόφρον |
κλητική | μετριόφρων & μετριόφρονα |
μετριόφρων | μετριόφρον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μετριόφρονες | οι | μετριόφρονες | τα | μετριόφρονα |
γενική | των | μετριοφρόνων | των | μετριοφρόνων | των | μετριοφρόνων |
αιτιατική | τους | μετριόφρονες | τις | μετριόφρονες | τα | μετριόφρονα |
κλητική | μετριόφρονες | μετριόφρονες | μετριόφρονα | |||
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μετριόφρων < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μετριόφρων[1] (< αρχαία ελληνική φρήν)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.tɾiˈo.fɾon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τρι‐ό‐φρων
Επίθετο
επεξεργασίαμετριόφρων, -ων, -ον (σχηματίζει τα παραθετικά περιφραστικά)
- που δεν έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και δεν του αρέσει να προβάλλεται ή να υπερτονίζει το έργο του και τις αρετές του
- ≈ συνώνυμα: ταπεινός, σεμνός
- άλλες μορφές: μετριόφρονας
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ μετριόφρων - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας