↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετριόφρων
μετριόφρονας
η μετριόφρων το μετριόφρον
      γενική του μετριόφρονος
μετριόφρονα
της μετριόφρονος του μετριόφρονος
    αιτιατική τον μετριόφρονα τη μετριόφρονα το μετριόφρον
     κλητική μετριόφρων
μετριόφρονα
μετριόφρων μετριόφρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετριόφρονες οι μετριόφρονες τα μετριόφρονα
      γενική των μετριοφρόνων των μετριοφρόνων των μετριοφρόνων
    αιτιατική τους μετριόφρονες τις μετριόφρονες τα μετριόφρονα
     κλητική μετριόφρονες μετριόφρονες μετριόφρονα
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μετριόφρων < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μετριόφρων[1] (< αρχαία ελληνική φρήν)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.tɾiˈo.fɾon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τρι‐ό‐φρων

  Επίθετο

επεξεργασία

μετριόφρων, -ων, -ον  (σχηματίζει τα παραθετικά περιφραστικά)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία