Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
modeste modestes

modeste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. σεμνός, συνεσταλμένος, ταπεινός
  2. που είναι μικρός, περιορισμένος, λίγος από άποψη μεγέθους ή αξίας
    il a des revenus modestes - έχει περιορισμένα εισοδήματα