modeste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
modeste | modestes |
modeste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σεμνός, συνεσταλμένος, ταπεινός
- που είναι μικρός, περιορισμένος, λίγος από άποψη μεγέθους ή αξίας
- il a des revenus modestes - έχει περιορισμένα εισοδήματα