σεμνός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σεμνός | η | σεμνή | το | σεμνό |
γενική | του | σεμνού | της | σεμνής | του | σεμνού |
αιτιατική | τον | σεμνό | τη | σεμνή | το | σεμνό |
κλητική | σεμνέ | σεμνή | σεμνό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σεμνοί | οι | σεμνές | τα | σεμνά |
γενική | των | σεμνών | των | σεμνών | των | σεμνών |
αιτιατική | τους | σεμνούς | τις | σεμνές | τα | σεμνά |
κλητική | σεμνοί | σεμνές | σεμνά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σεμνός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σεμνός (μεγαλόπρεπος, σεβαστός)
Επίθετο
επεξεργασίασεμνός
- ο μετριόφρων ή που δείχνει μετριοφροσύνη
- ↪ σεμνός άνθρωπος, σεμνή συμπεριφορά
- που δεν προκαλεί, απλός
- (για ντύσιμο) που δεν προκαλεί σεξουαλικά, συντηρητικός
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σεμνός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | σεμνός | ἡ | σεμνή | τὸ | σεμνόν |
γενική | τοῦ | σεμνοῦ | τῆς | σεμνῆς | τοῦ | σεμνοῦ |
δοτική | τῷ | σεμνῷ | τῇ | σεμνῇ | τῷ | σεμνῷ |
αιτιατική | τὸν | σεμνόν | τὴν | σεμνήν | τὸ | σεμνόν |
κλητική ὦ! | σεμνέ | σεμνή | σεμνόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | σεμνοί | αἱ | σεμναί | τὰ | σεμνᾰ́ |
γενική | τῶν | σεμνῶν | τῶν | σεμνῶν | τῶν | σεμνῶν |
δοτική | τοῖς | σεμνοῖς | ταῖς | σεμναῖς | τοῖς | σεμνοῖς |
αιτιατική | τοὺς | σεμνούς | τὰς | σεμνᾱ́ς | τὰ | σεμνᾰ́ |
κλητική ὦ! | σεμνοί | σεμναί | σεμνᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σεμνώ | τὼ | σεμνᾱ́ | τὼ | σεμνώ |
γεν-δοτ | τοῖν | σεμνοῖν | τοῖν | σεμναῖν | τοῖν | σεμνοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σεμνός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίασεμνός -ή, -όν
- (για θεούς) (πολλές φορές αναφέρεται για συγκεκριμένους θεούς) άγιος, ιερός, σεβάσμιος
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Κατὰ Μειδίου περὶ τοῦ κονδύλου, 115
- εἴασε δ᾽ ἀρχεθεωροῦντ᾽ ἀγαγεῖν τῷ Διὶ τῷ Νεμείῳ τὴν κοινὴν ὑπὲρ τῆς πόλεως θεωρίαν, περιεῖδε δὲ ταῖς σεμναῖς θεαῖς ἱεροποιὸν αἱρεθέντ᾽ ἐξ Ἀθηναίων ἁπάντων τρίτον αὐτὸν καὶ καταρξάμενον τῶν ἱερῶν.
- με άφησε να ηγηθώ ως αρχιθέωρος στην επίσημη αποστολή της πόλεως στον ναό του Δία στη Νεμέα και αδιαφόρησε όταν από όλους γενικά τους Αθηναίους διάλεξαν εμένα μαζί με δύο άλλους για να αρχίσω τις θυσίες στις Ευμενίδες.
- Μετάφραση (1989): Γ. Ξανθάκη-Καραμάνου, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών @greek‑language.gr
- εἴασε δ᾽ ἀρχεθεωροῦντ᾽ ἀγαγεῖν τῷ Διὶ τῷ Νεμείῳ τὴν κοινὴν ὑπὲρ τῆς πόλεως θεωρίαν, περιεῖδε δὲ ταῖς σεμναῖς θεαῖς ἱεροποιὸν αἱρεθέντ᾽ ἐξ Ἀθηναίων ἁπάντων τρίτον αὐτὸν καὶ καταρξάμενον τῶν ἱερῶν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑκάβηw, στίχ. 935 (933-936)
- λέχη δὲ φίλια μονόπεπλος | λιποῦσα, Δωρὶς ὡς κόρα, | σεμνὰν προσίζουσ᾽ οὐκ | ἤνυσ᾽ Ἄρτεμιν ἁ τλάμων·
- Κι εγώ, με το πουκάμισο μονάχα, | σαν Σπαρτιάτισσα κόρη, | αφήνω το γλυκό κρεβάτι και προσπέφτω, | η δόλια, στης σεβάσμιας Άρτεμης το άγαλμα, | του κάκου γυρεύοντας απ᾽ τη θεά | να με συντρέξει.
- Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- λέχη δὲ φίλια μονόπεπλος | λιποῦσα, Δωρὶς ὡς κόρα, | σεμνὰν προσίζουσ᾽ οὐκ | ἤνυσ᾽ Ἄρτεμιν ἁ τλάμων·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Κατὰ Μειδίου περὶ τοῦ κονδύλου, 115
- (για ημίθεο ή άνθρωπο) σεβαστός, σεβάσμιος, αξιοσέβαστος
- (για ανθρώπινα πράγματα) μεγαλοπρεπής, επιβλητικός, σπουδαίος, αξιοθαύμαστος
- (με αρνητική σημασία) αλαζόνας, υπεροπτικός
- (ειρωνικό) σοβαροφανής, πομπώδης, μεγαλομανής
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἄλκηστις, στίχ. 773 (773-775)
- οὗτος, τί σεμνὸν καὶ πεφροντικὸς βλέπεις; | οὐ χρὴ σκυθρωπὸν τοῖς ξένοις τὸν πρόσπολον | εἶναι, δέχεσθαι δ᾽ εὐπροσηγόρῳ φρενί.
- Ε, τί όψη σοβαρή ειν᾽ αυτή κι όλο έγνοιες; | Στους ξένους γλυκομίλητοι κι όχι έτσι | κατσούφηδες οι δούλοι πρέπει να είναι.
- Μετάφραση (1972): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- οὗτος, τί σεμνὸν καὶ πεφροντικὸς βλέπεις; | οὐ χρὴ σκυθρωπὸν τοῖς ξένοις τὸν πρόσπολον | εἶναι, δέχεσθαι δ᾽ εὐπροσηγόρῳ φρενί.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἄλκηστις, στίχ. 773 (773-775)
- λαμπρός, εξαιρετικός, πολυτελής
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 940
- Πλοῦτον δὲ κοσμεῖν ἱματίοις σεμνοῖς πρέπει.
- Του Πλούτου ωραία φορέματα του πρέπουν.
- Μετάφραση (1956): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- Πλοῦτον δὲ κοσμεῖν ἱματίοις σεμνοῖς πρέπει.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 940
Εκφράσεις
επεξεργασία- αἱ σεμναὶ θεαί ή απλώς, Σεμναί: οι Ερινύες
- σεμνὸν ἄντρον: το άντρο του Χείρωνος
- σεμνόν ἐστι: είναι κάτι το ευγενές, το εξαίρετο
- σεμνὸς βίος: η ζωή που είναι αφιερωμένη στη λατρεία των θεών
- σεμνὸς δόμος: ο ναός του Απόλλωνα
- σεμνὰ ἔργα: τα έργα των θεών
- σεμνὰ τέλη: οι τελετές προς τιμή των Ερινύων
- οὐδὲν σεμνόν: τίποτε το ιδιαίτερα αξιοθαύμαστο
- τὸ σεμνόν: αγιότητα, ιερότητα
- τὸ σεμνὸν ὄνομα: το όνομα των σεμνών θεών, δηλαδή των Ερινύων
Συγγενικά
επεξεργασία- ἀσεμνολόγητος
- ἄσεμνος
- ἑκατόνσεμνον
- ἐπισεμνολογέω
- ἐπίσεμνος
- νυκτίσεμνος
- πάνσεμνος
- πανσεμνοστομέω
- παντόσεμνος
- περίσεμνος
- πολύσεμνος
- σεμνοβάσκανος
- σεμνοδότειρα
- σεμνοκομπέω
- σεμνοκόπος
- σεμνολογέω
- σεμνολόγημα
- σεμνολογία
- σεμνολογικός
- σεμνόλογος
- σεμνολόγος
- σεμνόμαντις
- σεμνομυθέω
- σεμνομυθία
- σεμνοπανοῦργος
- σεμνοπαράσιτος
- σεμνοποιέω
- σεμνοποιία
- σεμνόποτος
- σεμνοπρέπεια
- σεμνοπρεπής
- σεμνοπροσωπέω
- σεμνόθεοι
- σεμνόστομος
- σεμνότιμος
- σεμνότης
- σεμνοτροπία
- σεμνοτυφία
- σεμνόω
- ὑπέρσεμνος
- ὑπόσεμνος
Πηγές
επεξεργασία- σεμνός - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- σεμνός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σεμνός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.