↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σεμνός η σεμνή το σεμνό
      γενική του σεμνού της σεμνής του σεμνού
    αιτιατική τον σεμνό τη σεμνή το σεμνό
     κλητική σεμνέ σεμνή σεμνό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σεμνοί οι σεμνές τα σεμνά
      γενική των σεμνών των σεμνών των σεμνών
    αιτιατική τους σεμνούς τις σεμνές τα σεμνά
     κλητική σεμνοί σεμνές σεμνά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σεμνός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σεμνός (μεγαλόπρεπος, σεβαστός)

  Επίθετο

επεξεργασία

σεμνός

  1. ο μετριόφρων ή που δείχνει μετριοφροσύνη
    σεμνός άνθρωπος, σεμνή συμπεριφορά
  2. που δεν προκαλεί, απλός
     αντώνυμα: προκλητικός

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική σεμνός σεμνή τὸ σεμνόν
      γενική τοῦ σεμνοῦ τῆς σεμνῆς τοῦ σεμνοῦ
      δοτική τῷ σεμν τῇ σεμν τῷ σεμν
    αιτιατική τὸν σεμνόν τὴν σεμνήν τὸ σεμνόν
     κλητική ! σεμνέ σεμνή σεμνόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ σεμνοί αἱ σεμναί τὰ σεμνᾰ́
      γενική τῶν σεμνῶν τῶν σεμνῶν τῶν σεμνῶν
      δοτική τοῖς σεμνοῖς ταῖς σεμναῖς τοῖς σεμνοῖς
    αιτιατική τοὺς σεμνούς τὰς σεμνᾱ́ς τὰ σεμνᾰ́
     κλητική ! σεμνοί σεμναί σεμνᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σεμνώ τὼ σεμνᾱ́ τὼ σεμνώ
      γεν-δοτ τοῖν σεμνοῖν τοῖν σεμναῖν τοῖν σεμνοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σεμνός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

σεμνός -ή, -όν

  1. (για θεούς) (πολλές φορές αναφέρεται για συγκεκριμένους θεούς) άγιος, ιερός, σεβάσμιος
    ※  4ος πκε αιώνας Δημοσθένης, Κατὰ Μειδίου περὶ τοῦ κονδύλου, 115
    εἴασε δ᾽ ἀρχεθεωροῦντ᾽ ἀγαγεῖν τῷ Διὶ τῷ Νεμείῳ τὴν κοινὴν ὑπὲρ τῆς πόλεως θεωρίαν, περιεῖδε δὲ ταῖς σεμναῖς θεαῖς ἱεροποιὸν αἱρεθέντ᾽ ἐξ Ἀθηναίων ἁπάντων τρίτον αὐτὸν καὶ καταρξάμενον τῶν ἱερῶν.
    με άφησε να ηγηθώ ως αρχιθέωρος στην επίσημη αποστολή της πόλεως στον ναό του Δία στη Νεμέα και αδιαφόρησε όταν από όλους γενικά τους Αθηναίους διάλεξαν εμένα μαζί με δύο άλλους για να αρχίσω τις θυσίες στις Ευμενίδες.
    Μετάφραση (1989): Γ. Ξανθάκη-Καραμάνου, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἑκάβηw, στίχ. 935 (933-936)
    λέχη δὲ φίλια μονόπεπλος | λιποῦσα, Δωρὶς ὡς κόρα, | σεμνὰν προσίζουσ᾽ οὐκ | ἤνυσ᾽ Ἄρτεμιν ἁ τλάμων·
    Κι εγώ, με το πουκάμισο μονάχα, | σαν Σπαρτιάτισσα κόρη, | αφήνω το γλυκό κρεβάτι και προσπέφτω, | η δόλια, στης σεβάσμιας Άρτεμης το άγαλμα, | του κάκου γυρεύοντας απ᾽ τη θεά | να με συντρέξει.
    Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
  2. (για ημίθεο ή άνθρωπο) σεβαστός, σεβάσμιος, αξιοσέβαστος
  3. (για ανθρώπινα πράγματα) μεγαλοπρεπής, επιβλητικός, σπουδαίος, αξιοθαύμαστος
  4. (με αρνητική σημασία) αλαζόνας, υπεροπτικός
  5. (ειρωνικό) σοβαροφανής, πομπώδης, μεγαλομανής
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἄλκηστις, στίχ. 773 (773-775)
    οὗτος, τί σεμνὸν καὶ πεφροντικὸς βλέπεις; | οὐ χρὴ σκυθρωπὸν τοῖς ξένοις τὸν πρόσπολον | εἶναι, δέχεσθαι δ᾽ εὐπροσηγόρῳ φρενί.
    Ε, τί όψη σοβαρή ειν᾽ αυτή κι όλο έγνοιες; | Στους ξένους γλυκομίλητοι κι όχι έτσι | κατσούφηδες οι δούλοι πρέπει να είναι.
    Μετάφραση (1972): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
  6. λαμπρός, εξαιρετικός, πολυτελής
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 940
    Πλοῦτον δὲ κοσμεῖν ἱματίοις σεμνοῖς πρέπει.
    Του Πλούτου ωραία φορέματα του πρέπουν.
    Μετάφραση (1956): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία