ιερότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιερότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιερότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του ιερού, του αγίου και του αγιασμένου
- το να είναι κάποιος ή κάτι ιερός, άγιος ή αγιασμένος
- οτιδήποτε "αφορά το", και "βοηθά την προσέγγιση με το" θείο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιερότητα