perfection
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- perfection < παλαιά γαλλική perfection < λατινική perfectio
Ουσιαστικό
επεξεργασίαperfection (en)
- η τελειότητα
- to perfection: τέλεια (επίρρημα)
Συγγενικά
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαperfection (fr) θηλυκό
- η τελειότητα, η εντέλεια