perfectionnement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- perfectionnement < perfectionner
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
perfectionnement | perfectionnements |
perfectionnement (fr) αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη perfection