perfectible
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɛʁ.fɛk.tibl/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
perfectible | perfectibles |
perfectible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη perfection